- αξύστριστος
- -η, -οαυτός που δεν ξύστηκε με το ξυστρί (για άλογα και μουλάρια): Είχαν αφήσει το άλογο αξύστριστο και καταπιάστηκε εκείνος να το ξυστρίσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.